- καταγώγιο
- το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)νεοελλ.κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμοςμσν.καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον»)μσν.-αρχ.κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν», Θουκ.)αρχ.1. το επί πλέον αντίτιμο τής μεταφοράς αντικειμένων, το καταγώγιμον*2. στον πληθ. τὰ καταγώγιαγιορτή που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον τόπο «καταγωγής».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. αν-αγώγιον, εξ-αγώγιον].
Dictionary of Greek. 2013.